Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

3 Οκτωβρίου του 1993. Η Κατερίνα Γώγου αφήνει την τελευταία της πνοή στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο Ιπποκράτειο της Αθήνας. Είναι ήδη νεκρή. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ σε συνδυασμό με ένα κοκτέιλ χαπιών.  Πέρασαν δύο μέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά το θάνατό της.

23 χρόνια μετά, αισθάνεται κανείς ότι δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή. Κατοικεί δίπλα μας. Σε κάθε αντίσταση και αδικία είναι παρούσα με τις ιδέες της και τα ποιήματά της, μέσα από τις καρδιές όσων πιστεύουν ακόμα σε αυτά τα ιδανικά. Η Κατερίνα δεν πέθανε ποτέ. Ζει μέσα από τους αγώνες. Αισθάνθηκα την ανάγκη και την υποχρέωση να γράψω ένα αφιέρωμα για την Κατερίνα, καθώς αποτελεί προσωπική μου αδυναμία.

Τα πρώτα χρόνια

Η Κατερίνα γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα και λόγω της Κατοχής και του Εμφυλίου, δεν πέρασε εύκολα παιδικά χρόνια. Έζησε με τον πατέρα της μέχρι την εφηβεία και αργότερα με τη μητέρα της. Ο πατέρας της ήταν αυστηρός. Λέγεται ότι κάποτε την είχε οδηγήσει με τη βία σε κάποιο γιατρό για να του αποδείξει ότι ήταν παρθένα. Ωστόσο, αυτός την βοήθησε να σπουδάσει υποκριτική και να κυνηγήσει το όνειρό της. Έτσι, γράφτηκε σε μια από τις καλύτερες σχολές της εποχής της, του Τάκη Μουζενίδη, ενώ τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.

25
Από την ταινία «Μία τρελή τρελή οικογένεια»

Η τσαχπίνα και ταλαντούχα ηθοποιός Κατερίνα Γώγου

Η Κατερίνα Γώγου είναι γνωστή στο ευρύ κοινό από τις ερμηνείες δεύτερων ρόλων σε πολύ δημοφιλείς ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν η ατίθαση συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο». Όταν ο καθηγητής Δημήτρης Παπαμιχαήλ προσπάθησε να ξεσκεπάσει μια ακόμη αταξία των μαθητριών του, η Γώγου ως Λαζάρου του απάντησε: «πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου». Ήταν η αεικίνητη αδελφή της Τζένης Καρέζη στην ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», που χόρευε ασταμάτητα στο πλευρό του Τζανετάκου. Ήταν και η τσαχπίνα υπηρέτρια της Ελενίτσας, Μάρως Κοντού στο «η δε γυνή να φοβήται τον άντρα», που έτρεχε στο πλευρό της κυρίας της ψάχνοντας αγχωμένη «βελόνα και κλωστή» για να ράψει το κουμπί του αυστηρού αφεντικού της. Η Κατερίνα Γώγου όμως, όπως λένε όσοι την έζησαν, δεν ήταν αυτό το επιφανειακό κορίτσι που έβγαζε μέσα από τις ταινίες της. Ο ρόλος του θηλυκού κλόουν, όπως τη χαρακτήριζαν, δεν της ταίριαζε και ας τον ερμήνευε με τόση επιτυχία…

Η Γώγου ήταν το ακριβώς αντίθετο. Μια μοναχική ψυχή με συνεχείς αναζητήσεις, αλλά και συγκρούσεις με το κατεστημένο και ένα μυαλό που δε σταμάταγε να σκέφτεται ποτέ. Ο αληθινός χαρακτήρας της φάνηκε αργότερα μέσα από τα ποιήματά της, όταν είχε πια εγκαταλείψει την υποκριτική και είχε αφιερωθεί στο γράψιμο. Αναζητούσε έναν άλλον δρόμο, έναν πιο μοναχικό δρόμο για την αναζήτηση της ύπαρξης των πραγμάτων. Έψαχνε την ουσία των πραγμάτων. Η αεικίνητη Κατερίνα έπαιζε με τους άντρες και τη ζωή. Δεν ήθελε να βολεύεται ποτέ με κάτι. Αν έβλεπε ότι αρχίζει να γίνεται στάσιμη, γκρέμιζε τα πάντα και συνέχισε κάτι άλλο από την αρχή.

Παρόλο που δεν έγινε ποτέ μεγάλη σταρ, η Γώγου αγάπησε πολύ το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε να παίζει σε παιδικές παραστάσεις από την ηλικία των πέντε ετών και είχε χαρακτηριστεί παιδί-θαύμα. Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια. Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015). Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.

 

Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.

Η αναρχική ποιήτρια Κατερίνα Γώγου

Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια». Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός που, όπως λένε οι εκδότες, ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική. Το 1980 η Γώγου πρωταγωνίστησε στην ταινία «Παραγγελιά». Σκηνοθέτης ήταν ο σύζυγός της, Παύλος Τάσιος. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν ποιήματά της που απήγγειλε η ίδια και ήταν επενδυμένα μουσικά από τον Κυριάκο Σφέτσα. Η Αφροδίτη Μάνου έχει αναφέρει για την ποίηση της Γώγου: «ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις.

 

Η αντιεξουσιαστική της δράση

Η Κατερίνα Γώγου ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο των Εξαρχείων και είχε ενεργή αντισυμβατική δράση. Στάθηκε στο πλευρό πολλών αναρχικών και συμμετείχε σε επιτροπές που μάχονταν για την αποφυλάκισή τους. Τον Μάρτιο του 1991 έστειλε ενυπόγραφη επιστολή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, μέσω της οποίας εξέφραζε την στήριξή της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον Γιάννη Πετρόπουλο που ήταν φυλακισμένοι. Συνήθιζε να εικονογραφεί την ποίησή της με φωτογραφίες από πορείες διαμαρτυρίας και αγώνες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Η σχέση της με την αστυνομία δεν ήταν καθόλου καλή, καθώς είχε συλληφθεί αρκετές φορές και είχε λογοδοτήσει στις αρχές για την αντισυμβατική συμπεριφορά της.

Όταν τον Ιανουάριο του 1980, η «17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου συνελήφθη σαν ύποπτη, μετά από καταγγελία ενός μάρτυρα, που υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Αποδείξεις  δεν βρέθηκαν ποτέ και η Κατερίνα αφέθηκε ελεύθερη. Έξι χρόνια μετά ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αστυνομικές αρχές. Αυτή τη φορά μετά από μήνυση που έκανε η ίδια στον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης, γιατί κατά τη διάρκεια μιας πορείας είχε δεχτεί επίθεση από αστυνομικούς.

«Εμένα, οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα, στις ταράτσες παλιών σπιτιών,   Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη,   πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια,   τις ενοχές σας, αποφάσεις συνεδρίων, δανεικά φουστάνια, σημάδια από καύτρες,   περίεργες ημικρανίες, απειλητικές σιωπές…   κάνουν ό,τι λάχει».

Συχνά διακωμωδούσε τη σχέση της με την αστυνομία. Ο ηθοποιός Αντώνης Καφετζόπουλος και πολύ καλός φίλος της, έχει διηγηθεί ένα ευτράπελο περιστατικό με τη Γώγου. Οι δυο τους βρίσκονταν στον Πειραιά και έκαναν βόλτα με ένα «σαραβαλάκι» που οδηγούσε ο ηθοποιός. Εκείνη την ημέρα είχαν απεργία τα ταξί και τους έκαναν «ώτο στοπ» δύο αστυνομικοί. Αφού τα όργανα της τάξης επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο, η Γώγου είπε στον Καφετζόπουλο: «πρόσεχε πως οδηγείς γιατί αν έχουμε κανένα ατύχημα και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μέσα στο αυτοκίνητο, δε μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας».

Η ερωτική ζωή και η κόρη της Μυρτώ

Η Κατερίνα Γώγου είχε αρκετούς συντρόφους στη ζωή της. Της άρεσε να παίζει με τους άντρες, να ζει τις στιγμές και απολαμβάνει την κάθε περιπέτεια που ζούσε. Η μεγάλη της αγάπη όμως ήταν ο σύζυγός της Παύλος Τάσιος. Μαζί απέκτησαν την κόρη τους Μυρτώ, η οποία άθελά της έγινε η αιτία για να μπλέξει και η ίδια η Γώγου με τα ναρκωτικά. Η Μυρτώ άρχισε να κάνει χρήση ουσιών σε νεαρή ηλικία και η μητέρα της προσπάθησε να τη βοηθήσει να απεξαρτηθεί. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε και τελικά παρασύρθηκε και η ίδια. Πέθανε το 2015.

Η Μυρτώ είχε μιλήσει σε αφιέρωμα της Σεμίνας Διγενή για τη Γώγου το 1993 και είχε πει για τη μητέρα της: «η Κατερίνα ήτανε ένα παιδί και κάποια στιγμή αυτό το παιδί τρώγοντας σφαλιάρες, άρχισε να απογοητεύεται με το ότι τα όνειρά της δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα».

Η μοναξιά και το τέλος της ασυμβίβαστης Κατερίνας

Το 1991 η Γώγου πάλευε ήδη με τους δαίμονές της. Όπως έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δύο «άγιοι των Εξαρχείων», όπως τους αποκαλούν, Νικόλας Άσιμος και Παύλος Σιδηρόπουλος. Εκείνη τη χρονιά η Κατερίνα είχε πει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ». Όχι όμως για πολύ.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 η Κατερίνα Γώγου βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε  αποσυρθεί. Η αιτία του θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ. Στην είδηση του θανάτου της, η κόρη της κατέρρευσε. Οι φίλοι της στεναχωρήθηκαν. Κανείς όμως δεν εξεπλάγη. Οι περισσότεροι το περίμεναν, πολλοί μάλιστα την είχαν «ξεγραμμένη» από πολύ νωρίτερα. «Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φαίνεται ότι είχαν στηθεί όλα από την ίδια», ανέφερε η κόρη της. Το ίδιο υποστήριξε και ο φίλος της και ποιητής Γιώργος Χρονάς. «Φεύγω για αλλού», του είχε πει λίγες ημέρες πριν αυτοκτονήσει, όταν τον είχε επισκεφτεί ένα πρωί και του είχε ζητήσει να την κεράσει λίγο ουίσκι.

Η Κατερίνα σήμερα

Η Γώγου έζησε μια πολυτάραχη ζωή. Με δυσκολίες από πρώτα της χρόνια, με έρωτες, επιτυχίες και αποτυχίες. Είχε το άστρο και το ταλέντο στο θέατρο και τον κινηματογράφο, αλλά δεν το αξιοποίησε ποτέ όσο μπορούσε. Έψαχνε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό που θα ήταν ενάντια στην εξουσία και την «ομαλή τάξη των πραγμάτων» εκείνης της εποχής. Έψαχνε συνεχώς αυτό το «κάτι» που τελικά δεν το βρήκε. Αυτό την οδήγησε στην απογοήτευση και την μοναξιά. Ένιωθε πως δεν μπορούσε άλλο να ζει σε αυτό το σύστημα της κοινωνίας και είχε δύο επιλογές: Είτε θα αλλάζει και θα γινόταν όπως οι υπόλοιποι του συστήματος, είτε θα παραμείνει ο εαυτός της όσο αντέξει η ψυχή της. Επέλεξε το δεύτερο αλλά τον Οκτώβρη του 1993, δεν άντεξε άλλο. Έβαλε τέλος στη ζωή της πίνοντας αλκοόλ μαζί με ένα κοκτέιλ χαπιών. Όπως η Μέριλιν Μονρόε. Έφυγε σαν μια σταρ αλλά ταυτόχρονα τόσο μόνη. Μακριά από όλους.

Θα συνεχίζει να ζει όμως μέσα από τις ταινίες και φυσικά μέσα από τα ασυμβίβαστα, αναρχικά, ουτοπικά και παράλληλα γεμάτα θυμό και απελπισία ποιήματά της. Θα μας συντροφεύει όπως μόνο η ίδια μπορεί μέσα από τις σκέψεις της, τις οποίες ευτυχώς τις αποτύπωσε στο χαρτί.

gogou

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

 

 

Σχολιάστε